λειχηνοειδής

λειχηνοειδής
ης, ες, λειχηνόμορφος, ος , ον похожий на лишай

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λειχηνοειδής" в других словарях:

  • λειχηνοειδής — ές αυτός που μοιάζει με λειχήνες κατά τη μορφή ή κατά το σχήμα …   Dictionary of Greek

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • λειχηνόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή λειχήνα, λειχηνοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχήνας + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»